εμβέλεια

εμβέλεια
Το ολικό μήκος R της τροχιάς που μπορεί να διανύσει ένα σωμάτιο, έως ότου μηδενιστεί η ενέργειά του εξαιτίας ιονισμού (στα άτομα του απορροφητή), διέγερσης και άλλων αλληλεπιδράσεων με το υλικό μέσο στο οποίο κινείται. Η ε. ενός δεδομένου σωματίου εξαρτάται από την κινητική ενέργειά του, το είδος και την κατάσταση του μέσου. Η ε. ενός σωματίου άλφα που εκπέμπεται από έναν πυρήνα που μόλις έχει διασπαστεί είναι σχετικά μικρή. Για παράδειγμα, για σωμάτια άλφα ενέργειας περίπου 5 eV αντιστοιχεί ε. στον αέρα (760 Torr, 25°C) περίπου 4 εκ. O αριθμός των σωματίων άλφα, παραμένει αμετάβλητος έως μία ορισμένη απόσταση (π.χ. 3,75 εκ.) και μετά μεταβάλλεται απότομα μέχρι μηδενισμού. Η απόσταση στην οποία ο αριθμός των άλφα σωματίων γίνεται το 50% του αρχικού λέγεται μέση ε. (). Από τα πειράματα έχει βρεθεί ότι η ε. των σωματιδίων άλφα είναι ανάλογη της 3/2 δύναμης της κινητικής ενέργειαςσταθερά με τιμή περίπου 3,09 όταν η ενέργεια μετράται σε MeV και η R σε εκατοστά. Η ε. των βήτα σωματίων που εκπέμπονται από ένα δεδομένο ραδιενεργό υλικό είναι πολύ μεγαλύτερη από την ε. των άλφα για την ίδια ενέργεια. Για παράδειγμα, σωμάτια βήτα 1 MeV έχουν ε. στον αέρα της τάξης των 5 μ., ενώ η ε. για σωμάτια άλφα της ίδιας ενέργειας είναι μικρότερη από 1 εκ. Η ε. των βήτα σωματίων περιγράφεται με την ενεργό ε., δηλαδή το ελάχιστο πάχος του στρώματος της ύλης μέσα από το οποίο τα σωμάτια δεν κατορθώνουν να περάσουν. Η ενεργός ε. εξαρτάται από τη μέγιστη ενέργεια του φάσματος του βήτα ραδιενεργού υλικού.
* * *
η
1. η απόσταση βολής πυροβόλου όπλου
2. «εμβέλεια σωματιδίου» — η απόσταση που διανύει πυρηνικό σωματίδιο μέσα σε δεδομένο υλικό ώσπου να μη μπορεί να προκαλέσει εξιοντισμό
3. «εμβέλεια εκπομπής ραδιοσταθμού ή τηλεόρασης» — η μέγιστη απόσταση στην οποία γίνεται (με κανονικές συνθήκες) λήψη ήχου ή εικόνας από συνήθη δέκτη
4. «εμβέλεια ραντάρ» — η μέγιστη απόσταση στην οποία μπορεί να αποδώσει η ανίχνευση τού συστήματος ραντάρ
5. (για πρόσωπα, οργανισμούς, συλλογικά σώματα κ.λπ.) ο χώρος ή το πλήθος τών ανθρώπων στα οποία μπορούν να ασκήσουν επίδραση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • εμβέλεια — η 1. το όριο στο οποίο μπορεί να φτάσει βλήμα όπλου, το βεληνεκές. 2. το όριο ως το οποίο είναι καλή η λήψη των σημάτων είτε πομπού ασυρμάτου είτε ραδιοφωνικού ή τηλεοπτικού σταθμού. 3. μτφ., σπουδαιότητα, σημασία: Νομοθέτημα μεγάλης εμβέλειας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Γκάιγκερ-Νατάλ, σχέση — Όρος της φυσικής. Αναφέρεται στην εμπειρική ανακάλυψη –το 1911– από τους φυσικούς Γ. και Ν., της σχέσης ανάμεσα στην εμβέλεια (R) ενός σωματίου άλφα που εκπέμπεται από ένα ραδιενεργό υλικό και τη σταθερά διάσπασής του (λ): log λ = Α + Β log R,… …   Dictionary of Greek

  • ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία — Γενικός όρος, με τον οποίο υποδηλώνονται όλες οι ακτινοβολίες που, διαδιδόμενες στον χώρο, μεταφέρουν ενέργεια με τη μορφή ηλεκτρομαγνητικών διαταράξεων του πεδίου. Τα διάφορα είδη ακτινοβολίας χαρακτηρίζονται με βάση τις συχνότητές τους… …   Dictionary of Greek

  • αποπλάνηση — Εκτροπή από την ευθεία οδό, παραπλάνηση, εξαπάτηση, ξεμυάλισμα, διαφθορά. (Αστρον.) α. του φωτός. Είναι ένα φαινόμενο που γίνεται εύκολα νοητό, αν σκεφτούμε τι συμβαίνει όταν βρέχει και βρισκόμαστε σε μεταφορικό μέσο που κινείται με μεγάλη… …   Dictionary of Greek

  • ραδιοπυξίδα — Αυτόματο ραδιογωνιόμετρο, που τοποθετείται στα αεροσκάφη για να καθορίζουν την πορεία τους. Η εμβέλεια λήψης της ρ. εξαρτάται από την εμβέλεια των ραδιοφάρων με τους οποίους συνεργάζεται. Η ρ. βασίζεται στην κατευθυντική ιδιότητα που έχουν τα… …   Dictionary of Greek

  • Γιουκάβα, Χιντέκι — (Hideki Yukawa,Τόκιο 1907 – 1981). Ιάπωνας θεωρητικός φυσικός. Σπούδασε στο πανεπιστήμιο του Κιότο όπου υπήρξε καθηγητής από το 1939 έως το 1950. Εργάστηκε στο Ινστιτούτο Προηγμένων Σπουδών του Πρίνστον και στο πανεπιστήμιο της Κολούμπια από το… …   Dictionary of Greek

  • έθνος — Τίτλος εφημερίδων. 1. Ημερήσια αθηναϊκή καθημερινή εφημερίδα με εκδότη τον Σπυρίδωνα Νικολόπουλο (1913), ο οποίος διετέλεσε διευθυντής της έως τον θάνατό του (1938). Έπειτα από διάφορες διακοπές της έκδοσής της, που οφείλονταν στην οξύτητα των… …   Dictionary of Greek

  • βάθος — Στα υγρά, β. ονομάζεται η απόσταση από την επιφάνεια έως τον πυθμένα. Η απόσταση από την είσοδο έως το εσωτερικό ενός χώρου. Το φόντο σε ένα ζωγραφικό πίνακα. Το σύνολο των ουσιωδών γνωρισμάτων μιας έννοιας. (Αστρον.) Η γωνία που σχηματίζεται από …   Dictionary of Greek

  • δίκαιο — Ο όρος δ. είναι ιδιαίτερα ευρύς και χρησιμοποιείται με περισσότερες από μία σημασίες. Γενικά ο όρος δ. χρησιμοποιείται για να προσδώσει την έννοια του ορθού και του πρέποντος σε πράξεις και σε συμπεριφορές.Ως στενός νομικός όρος υπέστη εκτεταμένη …   Dictionary of Greek

  • διάθλαση — Εκτροπή η οποία συντελείται σε μια ακτινοβολία, ιδιαίτερα στο φως, κατά τη δίοδό της από ένα διαπερατό σε αυτή μέσο σε ένα άλλο (π.χ. από τον αέρα στο νερό, από τον αέρα στο γυαλί, μεταξύ διαφόρων γυαλιών). Ονομάζεται γωνία πρόσπτωσης η γωνία i… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”